χωριατοσύνη

χωριατοσύνη
η
χωριατιά, αγένεια, έλλειψη καλών τρόπων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χωριατοσύνη — η, Ν χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σύνη*] …   Dictionary of Greek

  • επαρχιωτισμός — ο καθετί που διακρίνει τον επαρχιώτη σχετικά με τον πρωτευουσιάνο, έλλειψη λεπτών τρόπων, χωριατιά, χωριατοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριατιά — η 1. αγένεια, χωριατοσύνη, απρέπεια: Έδειξε όλη τη χωριατιά του. 2. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες: Πλάκωσε όλη η χωριατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”